- καμτσίκι
- τοβλ. καμουτσί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμτσίκι — το βλ. καμουτσί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάσις — (I) κάσις, ὁ, ἡ (Α) 1. αδελφός, αδελφή, κασίγνητος, κασιγνήτη 2. μτφ. αυτός που έχει όμοια φύση ή προέλευση είτε όμοιο προορισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού κασίγνητος, τού τ. τών ανθρωπωνυμίων Άλεξις < Αλεξίκακος]. (II) κάσις, ἡ (Α) 1. πάπ. κράνος … Dictionary of Greek
καμουτσί — και καμουτσίκι, καμιτσίκι ή καμτσίκι, το μαστίγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kamci] … Dictionary of Greek
καμουτσί — καμουτσί, το και καμουτσίκι, το και καμτσίκι, το (λ. τουρκ.), μαστίγιο: Στο αλώνισμα χτυπάνε τ άλογα με το καμουτσίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραγγέλιο — το (λ. λατ.), μαστίγιο, καμουτσί, καμτσίκι: Σε δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)